φίλος

φίλος
φῐλος (-ος, -ῳ, -ον, -ε, -ος, -οι, -ων, -οις, -οι; -ας, -αν, -α, -ας; -ῳ, -ον voc., -ων, -α: φίλτερον nom., voc.: φίλτατον nom., acc.)
1 pass.,
a welcome, dear, well-loved of places,

οἶα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.16

τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38

ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21

Αἴγινα φίλα μᾶτερ (cf. 1. b infra) P. 8.98

πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13

χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27

of actions,

τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι O. 1.85

ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12

κέρδος δὲ φίλτατον ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.13

of pers.,

κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4

γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος O. 13.58

παρ' ἀνδρὶ φίλῳ P. 4.1

Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123

ἄνδρασι χάρμα φίλοις P. 9.64

ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος N. 7.62

χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42

προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.18

τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷ> (sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. esp. subs., friend,

φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5

σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51

ὦ φίλε P. 1.92

φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83

εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93

ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην P. 11.38

εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N. 1.32

χαῖρε, φίλος N. 3.76

φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτίN. 10.78

κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος (sc. Ἡρακλέης) I. 4.59

εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.31

θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229.
b poss., own dear of relatives, possessions, bodily parts

εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ O. 1.4

, cf.

Πα. . 12. Ὑπεριονίδας ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις O. 7.41

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον

σπεῦδε P. 3.61

ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114

, cf. P. 8.98φίλας ὑπὸ ματέροςP. 9.61

ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν P. 9.98

ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

δηριαζόμενον κτάνεν λτ;ἐνγτ; τεμένει φίλῳ (sc. Ἀπόλλων) Πα. . 12. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.
c comp.

τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς I. 1.5

τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad. Δ. 2.
2 act., welcoming, friendly ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (φίλων c. τινος, Bergk; c. ἔργων, Schr.: ποίνιμος coni. Spiegel e Σ, ἀμειπτική) P. 2.17

πρὸς δ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.239

ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

[? O. 1.16] add. gen.,

Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν N. 5.8

3 frag. ]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πόλεα[ (Π̆{pc}: φιλ, φιλως Π.) Δ. 3. . ]τι φίλης ?fr. 333d. 20. ]εν αλκανεοις φιλ[ ?fr. 348a.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φίλος — beloved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — η, ο 1. αγαπητός, προσφιλής: Η φίλη Γαλλία. 2. αυτός που αγαπάει κάποιον, ο προσηλωμένος σε κάτι. 3. ως ουσ., φίλος, ο, φίλη, η και φιλενάδα, η και φιλινάδα, η άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και αφοσίωση: Του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… …   Dictionary of Greek

  • Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία …   Dictionary of Greek

  • Ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Друзей много, да друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Знакомых тма, а друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”